- παρατηρούμενος
- παρατηρέωwatch closelypres part mp masc nom sg (attic epic doric)παρατηρέωwatch closelypres part mp masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίοπτος — ἐπίοπτος, ον (ποιητ. τ. αντί έποπτος*) (Α) 1. θεατός, παρατηρούμενος 2. φανερός, ορατός … Dictionary of Greek